- κενότητα
- [-ης (-ητος)] η1) пустота; 2) перен. тщетность; 3) пустота, несерьёзность (слухов и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κενότητα — η (Α κενότης) [κενός] 1. ματαιότητα, μηδαμινότητα, κουφότητα 2. φλυαρία, κενολογία, μωρολογία νεοελλ. 1. η ιδιότητα τού κενού, τού άδειου 2. έλλειψη, ανυπαρξία αρχ. (για σφυγμό) διάλειψη … Dictionary of Greek
κενότητα — η η ιδιότητα του κενού, έλλειψη, μηδαμινότητα, ματαιότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κενότητα — κενότης emptiness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τητα — της, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη * tāt (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva tāt «ολότητα», αβεστ. haurva tāt «ολότητα», λατ. novi tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε της παράγονται,… … Dictionary of Greek
αδειανιά — η [αδειανός] 1. κενός χώρος 2. έλλειψη αισθήματος, σκέψης, τέχνης ή φαντασίας, κουφότητα, κενότητα … Dictionary of Greek
εξιτηλία — ἐξιτηλία, η (Μ) [εξίτηλος] 1. κενότητα, μωρία 2. απώλεια τής ενεργητικότητας, άσκοπη σπατάλη δυνάμεων … Dictionary of Greek
ευκαιρία — η (ΑΜ εὐκαιρία, Α ιων. τ. εὐκαιρίη) [εύκαιρος] 1. κατάλληλος καιρός, ευνοϊκή περίσταση για κάτι (α. «τὴν εὐκαιρίαν διαφυλάττειν» β. «βρήκε ευκαιρία και πλούτισε») 2. χρόνος διαθέσιμος (α. «κατὰ πολλὴν εὐκαιρίαν καὶ σχολήν» β. «μόλις βρω ευκαιρία … Dictionary of Greek
κεναγγία — και κενεαγγίη, ἡ (Α) [κεναγγής] 1. η κενότητα, το άδειασμα τών αγγείων τού σώματος, επομένως, ο λιμός, η πείνα, η εξάντληση 2. φρ. «κεναγγίαν ἄγω» νηστεύω, Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
κενεότης — κενεότης, ἡ (Α) [κενεός] κενότητα, κενός χώρος … Dictionary of Greek
κενοφροσύνη — και κενεοφροσύνη, ἡ (Α) [κενόφρων] κενότητα τού νου, ανοησία, μωρία … Dictionary of Greek
κενός — ή, ό (ΑΜ κενός, ή, όν, Α αιολ., ιων. και ποιητ. τ. κεινός, επικ. τ. κενεός και αιολ. τ. κέννος) 1. αυτός που δεν περιέχει κάτι, άδειος, κούφιος 2. μτφ. μάταιος, άσκοπος, ανώφελος, ανεκπλήρωτος, αστήρικτος (α. «κενά λόγια», β. «κενές υποσχέσεις»)… … Dictionary of Greek